Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μακρότερα τοῦ π

См. также в других словарях:

  • Παπαρρηγόπουλος, Δημήτριος — (Αθήνα 1843 – 1873). Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Π., θεωρείται από τους τυπικούς εκπρόσωπους της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής. Το πρώτο του δημοσίευμα τιτλοφορείται Σκέψεις ενός ληστού ή καταδίκη της κοινωνίας …   Dictionary of Greek

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»